Αγαπητοί αναγνώστες,
Ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας καθιερώθηκε στη χώρα μας με το Νόμο 3500/2006 και ήταν καινοτόμος για την εποχή του.[1] Το 2017, μετά από δέκα χρόνια εφαρμογής του, η κλινική κοινωνική λειτουργός Μαργαρίτα Μπαρμακέλλη και ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας Χάρης Ασημόπουλος προέβησαν σε έρευνα αξιολόγησής του, από την οπτική των επαγγελματιών ψυχοκοινωνικής υγείας που υλοποιούν το συμβουλευτικό/ θεραπευτικό πρόγραμμα της ποινικής διαμεσολάβησης. Οι 13 επαγγελματίες του δείγματος της έρευνάς τους, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, οι περισσότεροι με μακρά εμπειρία στον τομέα, επεσήμαναν τα ζητήματα που αναφύονται στη λειτουργία του θεσμού, αναφορικά με την προετοιμασία των ενδιαφερομένων για την ένταξή τους στο πρόγραμμα, τα μοντέλα συνεργασίας, την ασφάλεια των θυμάτων κατά τη διάρκεια του προγράμματος, καθώς και την ανάγκη εξειδίκευσης των επαγγελματιών που χειρίζονται τέτοια περιστατικά σε ψυχοθεραπευτικές μεθόδους.
Έχει αποδειχθεί από τη διεθνή κλινική και ερευνητική βιβλιογραφία ότι προγράμματα ευαισθητοποίησης και κατάρτισης γονέων είναι κατά κανόνα αποτελεσματικά στο να βοηθήσουν τους γονείς να βελτιώσουν ή να τροποποιήσουν τις πρακτικές συμπεριφοράς τους προς τα παιδιά τους, να προάγουν λειτουργικούς τρόπους επικοινωνίας μαζί τους και να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους στη διαχείριση προβληματικών καταστάσεων. Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενός τέτοιου προγράμματος, το οποίο παρακολούθησαν 144 γονείς, με παιδιά ηλικίας 6-12 ετών, στη Λεμεσό Κύπρου, αποτέλεσε το αντικείμενο έρευνας του λέκτορα Κοινωνικής Εργασίας Δημήτρη Χατζηχαραλάμπους. Το πρόγραμμα ευαισθητοποίησης και κατάρτισης υλοποιήθηκε σε οκτώ (8) δίωρες συνεδρίες, 14-15 ατόμων ανά ομάδα. Τα αποτελέσματα ήταν θετικά στις διαστάσεις του γονικού ρόλου (ικανοποίηση και αποτελεσματικότητα από το γονικό ρόλο, στυλ διαπαιδαγώγησης, επάρκεια παιδιού κ.ά.) που αξιολογήθηκαν πριν και μετά την κατάρτιση, αλλά και οι γονείς δήλωσαν ικανοποιημένοι από το πρόγραμμα.
Το προσφυγικό/ μεταναστευτικό πρόβλημα στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παραμένει ζήτημα αιχμής τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, απασχολούν οι ανήλικοι πρόσφυγες και μετανάστες, συνοδευόμενοι και ασυνόδευτοι, - που υπολογίζονται σε πάνω από το μισό των μεταναστευτικών ροών - όσον αφορά την προσαρμογή και ένταξή τους στη χώρα υποδοχής ή/και τελικής εγκατάστασης. Το άρθρο της κοινωνικής λειτουργού και παιδαγωγού Κωνσταντίνας Σκλάβου επιχειρεί να προσεγγίσει, μέσα από βιβλιογραφική διεθνή τεκμηρίωση, θέματα ψυχικής υγείας των ανηλίκων προσφύγων και μεταναστών, και συγκεκριμένα το τραύμα που δημιουργείται στα παιδιά αυτά από εμπειρίες στη χώρα καταγωγής, το επίπονο ταξίδι της μετανάστευσης, τις συνθήκες υποδοχής. Η συγγραφέας παραθέτει τους παράγοντες που συντελούν σε διαταραχές της ψυχικής υγείας σ' αυτές τις περιπτώσεις, καθώς και τις ανακουφιστικές και επανορθωτικές παρεμβάσεις και δράσεις του κοινωνικού λειτουργού, που σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και τις πολιτισμικές διαφορές. Ο ρόλος της Κοινωνικής Εργασίας, καταλήγει η συγγραφέας, είναι σημαντικός στην "αποτελεσματική διαχείριση" των προβλημάτων των ανηλίκων προσφύγων και μεταναστών διότι έχει "τη δυναμική να δρομολογήσει πληθώρα αλλαγών στη βάση μιας ισότιμης και ισόνομης συμβίωσης".
Η Συντακτική Επιτροπή