Δημογραφική γήρανση είναι η αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό. Στη μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα η αναλογία των ηλικιωμένων 65 ετών και άνω διπλασιάστηκε
(από 6,8% το 1951 σε 13,6% το 1988). (Πίνακας I).
Στον Πίνακα 2 παρουσιάζεται η οικογενειακή κατάσταση των ηλικιωμένων σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής του 1981, αφού τα αντίστοιχα της απογραφής του 1991 δεν είναι διαθέσιμα.
Ο χάρτης δείχνει τη γήρανση κατά Νομούς το 1981.38 από τους 52 Νομούς της Χώρας παρουσίαζαν δείκτη γήρανσης ανώτερο του εθνικού μέσου όρου. Οι πιο γερασμένοι είναι οι Νομοί των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Χίου και Σάμου).
Στο Σχήμα εμφανίζονται οι προβολές του Ελληνικού πληθυσμού με ορισμένες υποθέσεις για τη γονιμότητα τη θνησιμότητα και τη μετανάστευση. Αν οι υποθέσεις αυτές πραγματοποιηθούν το έτος 2000 σχεδόν 16% των ανδρών και 20% των γυναικών θα είναι άνω των 65 ετών και το 2020 τα αντίστοιχα ποσοστά θα είναι 20% και 23%.
Το 1988 σχεδόν ένα άτομο στα 5 ήταν άνω των 60 ετών, ένα στα επτά άνω των 65 και ένα στα 16 άνω των 75 ετών. Το έτος 2000 σχεδόν 1 στα 4 άτομα θα είναι άνω των 60 και ένα στα 13 άνω των 75.0 αριθμός των άνω των 75 ετών σχεδόν θα διπλασιαστεί σε σύγκριση με το 1988.1. Η τάση αυτή είναι διεθνής.