Στις αρχές του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τα πορίσματα ορισμένων Ευρωπαϊκών μελετών (Teller 1965), σε κάθε 1.000 νεογέννητα που αντίκριζαν τον κόσμο μας τα 300 «έπρεπε» να πεθάνουν. Στις χαμηλότερες κοινωνικο-οικονομικές τάξεις οι θάνατοι αυτοί έφθαναν και τα 50%. Ο αριθμός της βρεφικής «θυσίας» συμβάδιζε με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, φτώχειας, αμάθειας και τα συνεπακόλουθα τους που χαρακτήριζαν την εποχή.
Ο άνθρωπος στράτευσε όλες του τις δυνάμεις για να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του και να πετύχει μέσα σε μερικές δεκαετίες αυτό που λέγεται «ποιότητα ζωής». Η επιτυχία αυτή συνοδεύτηκε από μια σημαντική μείωση της βρεφικής «θυσίας», που έφτασε στα όρια του 10-35 στα χίλια μωρά να πεθαίνουν μόλις γεννηθούν ή λίγο μετά τη γέννησή τους.
Μετά το δεύτερο ήμισυ του αιώνα μας έγιναν διάφορες προσπάθειες για να μετρηθεί και αξιολογηθεί ποιο είναι το επίπεδο της βρεφικής θνησιμότητας σε κάθε χώρα. Οι μετρήσεις αυτές αποτέλεσαν διεθνώς έναν ουσιαστικό δείκτη της κατάστασης υγείας του πληθυσμού, αλλά και του πολιτιστικού και κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου της χώρας
O.E.C.D. (1985).
Ως βρεφική θνησιμότητα ορίστηκαν οι θάνατοι βρεφών μέσα στον πρώτο χρόνο της γέννησής τους. Επιπλέον η βρεφική θνησιμότητα διακρίθηκε στη νεογνική (θάνατοι βρεφών εντός των 28 πρώτων ημερών από τη γέννησή τους) και στην όψιμη βρεφική ή μετα- νεογνική (θάνατοι βρεφών που συμβαίνουν από την 28η ημέρα μέχρι την 365η ημέρα από την γέννηση). Η διάκριση αυτή έγινε γιατί οι αιτίες που επηρεάζουν τη νεογνική και μετανεογνική θνησιμότητα διαφέρουν. Οι θάνατοι που συμβαίνουν στις 28 πρώτες ημέρες σχετίζονται περισσότερο με συγγενείς ανωμαλίες, κακώσεις τοκετού, ανοξία, προωρότητα και γενικά αιτίες που έχουν σχέση με την υγεία της μητέρας, την εγκυμοσύνη και τον τοκετό.
Η μετανεογνική θνησιμότητα επηρεάζεται περισσότερο από το περιβάλλον που ζει και ανατρέφεται το βρέφος, από την ιατρική παρακολούθηση, το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο των γονέων, την υγιεινή της κατοικίας κ.ά Yfantopoulos (1980, 1981), N.C.H.S.
(1972).