Είναι γνωστό ότι οι εκπαιδευτικοί θεσμοί κατέχουν σημαντική θέση στη δευτερογενή κοινωνικοποίηση, ενώ το σχολείο αποτελεί τον κυριότερο φορέα της εξειδικευμένης κοινωνικοποίησης, η οποία εκτείνεται από την παιδική ηλικία και μετά. Η εκπαίδευση ξεκινάει συνήθως από την πρόθεση του κοινωνικού συνόλου να μεταβιβάσει στα άτομα μια ορισμένη και συγκεκριμένη κοινωνική κληρονομιά. Τείνει έτσι να υπογραμμίσει την ιδιότητα του ατόμου ως δέκτη της κοινωνικοποιητικής δραστηριότητας (παθητική κοινωνικοποίηση) και να υποτονίσει τη λειτουργία του ως αυτοκοινωνικοποιούμενου υποκειμένου (ενεργητική επιλογή των κανονιστικών προτύπων της συμπεριφοράς του ατόμου, με βάση τις ατομικές του προτιμήσεις και επιδιώξεις) (Τσαοουσης, 1985).
Μια από τις έντονες μορφές κριτικής κατά του εκπαιδευτικού συστήματος που επικρατεί στις βιομηχανικές-αστεακές κοινωνίες είναι η κριτική του Illich. Ο Illich επιχειρεί να δείξει ότι η θεσμοποίηση των αξιών οδηγεί στη φυσική ρύπανση, στην κοινωνική πόλωση και στην ψυχολογική ανικανότητα (Illich, 1971, σελ. 9). Γι’ αυτό προτείνει την κατάργηση του υφιστάμενου εκπαιδευτικού συστήματος και την αντικατάστασή του με ένα σύστημα ελεύθερης επιλογής των προσώπων που είναι σε θέση να οδηγήσουν τον καθένα στην απόκτηση δεξιοτήτων και στην ανάπτυξη των ενδιαφερόντων του (Deschooling).
Το κίνημα της αποσχολειοποίησης αναπτύχθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970, ως μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η εκπαιδευτική κρίση η οποία πρωταρχικά έγινε αντιληπτή από οικονομολόγους, τονίζοντας το μεγάλο κόστος της δημόσιας εκπαίδευσης (Lister, 1974).