Η κοινοτική εργασία η οποία χαρακτηρίζεται από μία ποικιλία θεωρητικών προοπτικών και ιδεολογικών αρχών, οδηγεί σε μια συγκεχυμένη κατανόηση του πεδίου πρακτικής καθώς και του ρόλου των κοινοτικών
- κοινωνικών λειτουργών.
Επομένως, κρίνεται σημαντικό να οριστούν οι θεωρητικές προοπτικές, οι οποίες είναι ενσωματωμένες στη θεωρία της κοινοτικής εργασίας. Προκειμένου να γίνει αυτό, θεωρείται σκόπιμο να αποσαφηνιστεί η φύση του περιεχομένου της ιδεολογίας, εφόσον το τελευταίο καθορίζει το πεδίο πρακτικής.
Ο στόχος της ιδεολογικής ανάλυσης έχει να κάνει με τις συνέπειες της κάθε θεωρίας στην πράξη. Όπως ο Sayer (1986) υποστηρίζει, η οικονομική και πολιτική elite έχει τη δύναμη να ελέγχει όλους τους μηχανισμούς μέσω των οποίων δημιουργείται η ιδεολογία. Η γενική αυτή ιδέα επηρέασε την κοινοτική εργασία κατά την πρακτική της στην αστική κοινωνία. Και ενώ, η κοινοτική εργασία εστιάζεται στις αξίες της εμπλοκής των πολιτών στα κοινά, η αστική κοινωνία, από μία άποψη, είναι οργανωμένη και λειτουργεί από την κοινωνική elite, η οποία ενισχύει τον ανταγωνισμό και δημιουργεί στερεότυπα στις δραστηριότητες των ατόμων.
Με αυτόν τον τρόπο, η ιδεολογική ανάλυση θα βοηθήσει τον/την κοινοτικό/ή - κοινωνικό/ή λειτουργό να αναγνωρίσει τα κενά των θεωριών. Στην πραγματικότητα, θα ενδυναμώσει την οργάνωση του/της λειτουργού για δράση και θα αποσαφηνίσει τις πιθανές συνεισφορές των θεωριών στη διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής και ανάπτυξης.